- ἀνυπόδητος
- необутый, босой, босиком
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἀνυπόδητος — unshod masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανυπόδητος — κ. δετος, η, ο (Α ἀνυπόδητος, ον κ. δετος, ον) αυτός που δεν φοράει υποδήματα, ξυπόλυτος αρχ. όποιος φοράει παλιά ή χαλασμένα παπούτσια … Dictionary of Greek
ανυπόδητος — η, ο ξυπόλυτος: Είχε τάξει να πάει ανυπόδητη στην πανήγυρη του μοναστηριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κἀνυπόδητος — ἀνυπόδητος , ἀνυπόδητος unshod masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυπόδητον — ἀνυπόδητος unshod masc/fem acc sg ἀνυπόδητος unshod neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυποδήτοις — ἀνυπόδητος unshod masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυποδήτου — ἀνυπόδητος unshod masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυποδήτους — ἀνυπόδητος unshod masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυποδήτων — ἀνυπόδητος unshod masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυπόδητοι — ἀνυπόδητος unshod masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀνυπόδητον — ἀνυπόδητον , ἀνυπόδητος unshod masc/fem acc sg ἀνυπόδητον , ἀνυπόδητος unshod neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)